- Φιλύρας
- Φιλύρᾱς , Φιλύρηfem acc plΦιλύρᾱς , Φιλύρηfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλύρας — φιλύρᾱς , φιλύρα lime tree fem acc pl (ionic) φιλύρᾱς , φιλύρα lime tree fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλύρας, Ρώμος — (ψευδώνυμο του Γιάννη Οικονομόπουλου, Δερβένι Κορινθίας 1888 – Αθήνα 1942). Ποιητής. Εγκαταστάθηκε νωρίς στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά. Εργαζόταν ως συντάκτης σε εφημερίδες της πρωτεύουσας, ενώ παράλληλα δημοσίευσε στα περιοδικά ποιήματά του,… … Dictionary of Greek
φιλύρινος — ίνη, ον, Α 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο φιλύρας («φιλυρίνη σανίς», Ιπποκρ.) 2. ελαφρός, κούφιος, όπως το ξύλο τής φιλύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλύρα + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek
φλαμούρι — το 1. άλλη ονομασία του δέντρου φιλύρα. 2. το ξύλο της φιλύρας: Τραπέζι από φλαμούρι. 3. ρόφημα που γίνεται από το βράσιμο των φύλλων της φιλύρας, το τίλιο: Ήπια το πρωί ένα φλαμούρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
TILIA — seu Philyra, et Papyrus, arbores erant, in quarum libris olim scriptitatum, ita enim Plin. l. 13. c. 11. In foliis primo scriptum: deinde quarundam arborum libris. Et de Tilia quidem, quae φιλύρα Graecis, ita Suidas: φιλύρα, εἶδος δένδρου ἔχον… … Hofmann J. Lexicon universale
Χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… … Dictionary of Greek
καφενείο — Κατάστημα στο οποίο προσφέρονται καφές, διάφορα αναψυκτικά και γλυκά, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως χώρος συνάντησης και ψυχαγωγίας. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, πρόδρομος του σημερινού κ. ήταν το αρχαίο θερμοπώλιο, στο οποίο οι άνθρωποι… … Dictionary of Greek
σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ … Dictionary of Greek
φιλύριον — τὸ, Α [φιλύρα] υποκορ. πίνακας από ξύλο φιλύρας («φιλύριον εἶχε καὶ μαχαίριον ἵνα ξέῃ τοῡτο», Αιλ.) … Dictionary of Greek